- χαμοσόριον
- χαμοσόριον, τό,A flat tomb, Heuzey-Daumet, Mission Archéologique de Macédoine No.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμοσόριον — τὸ, Μ [χαμόσορις] χαμηλός τάφος … Dictionary of Greek
χαμοσορίου — χαμοσόριον flat tomb neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμόσορις — όρεως, ἡ, Μ χαμοσόριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + συνδετικό φωνήεν ο + σορός, κατά τα θηλ. σε ις, εως] … Dictionary of Greek